- ανισόμετρος
- -η, -οαυτός που δεν είναι συμμετρικός: Το κιόσκι που είχαν χτίσει ήταν ανισόμετρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνισόμετρος — not commensurate with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανισόμετρος — η, ο (Α ἀνισόμετρος ον) βλ. ασύμμετρος … Dictionary of Greek
ἀνισομέτρως — ἀνισόμετρος not commensurate with adverbial ἀνισόμετρος not commensurate with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek